- μελαμψίθιος
- μελαμ-ψίθιος [pron. full] [ῐθ] (sc. οἶνος), ὁ,A wine made from black ψίθιος, Dsc.5.6, Orib.Fr.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελαμψίθιος — μελαμψίθιος, ὁ (Α) φρ. «μελαμψίθιος οἶνος» μαύρος οίνος παρασκευασμένος από ένα είδος αμπέλου, την ψιθία άμπελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ψίθιος «είδος οίνου»] … Dictionary of Greek
μελαμψίθιος — wine made from black masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμψιθίους — μελαμψίθιος wine made from black masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek